Ἐξήκεστος

Ἐξήκεστος
Ἐξήκεστος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εξήκεστος — (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης, ο οποίος είναι γνωστός από βάση αγάλματος της Αθηνάς, που βρέθηκε στην Ακρόπολη Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • Ἐξηκέστου — Ἐξήκεστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐξήκεστον — Ἐξήκεστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”